μελισσόφονος

μελισσόφονος
μελισσό-φονος,
A apiastra, i. e. μέροψ, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελισσόφονος — μελισσόφονος, ὁ (Α) το πτηνό μέροψ, ο μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + φόνος (< φόνος), πρβλ. ισό φονος] …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • νεόφονος — νεόφονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο 2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φόνος (< θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί φονος, μελισσόφονος. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”